ελμινθοβότανον
Смотреть что такое "ελμινθοβότανον" в других словарях:
ἑλμινθοβότανον — herb used as a specific for worms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελμινθοβότανο — το (Α ἑλμινθοβότανον και ἐλμιγγοβότανον) 1. βότανο που θεραπεύει την ελμινθίαση, ρεβιγγοβότανο 2. το ελμινθόχορτο … Dictionary of Greek